διαρπαγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαρπαγή | οι | διαρπαγές |
| γενική | της | διαρπαγής | των | διαρπαγών |
| αιτιατική | τη | διαρπαγή | τις | διαρπαγές |
| κλητική | διαρπαγή | διαρπαγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαρπαγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρπαγή[1] < διαρπάζω < δι- + ἁρπάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.aɾ.paˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐πα‐γή
Αναφορές
- διαρπαγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.