διαρπαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαρπαγή οι διαρπαγές
      γενική της διαρπαγής των διαρπαγών
    αιτιατική τη διαρπαγή τις διαρπαγές
     κλητική διαρπαγή διαρπαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαρπαγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρπαγή[1] < διαρπάζω < δι- + ἁρπάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.aɾ.paˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαρπαγή

Ουσιαστικό

διαρπαγή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.