αναρπάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναρπάζω < αρχαία ελληνική ἀναρπάζω < ἀνά + ἁρπάζω < ρίζα ἁρπ- ἁρπαγ-
Συγγενικά
- ανάρπαστος
- αρπαγή
- αρπακτικό
- άρπαξ, άρπαγας
- διαρπάζω
- συναρπάζω
- συναρπαστικός
- και → δείτε τη λέξη αρπάζω
Μεταφράσεις
αναρπάζω
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.