αρνητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρνητικότητα | οι | αρνητικότητες |
| γενική | της | αρνητικότητας | των | αρνητικοτήτων |
| αιτιατική | την | αρνητικότητα | τις | αρνητικότητες |
| κλητική | αρνητικότητα | αρνητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρνητικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αρνητικός, να έχει αρνητική διάθεση, στάση και συμπεριφορά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αρνητικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.