αριβίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριβίστας οι αριβίστες
      γενική του αριβίστα των αριβιστών
    αιτιατική τον αριβίστα τους αριβίστες
     κλητική αριβίστα αριβίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αριβίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική arrivista + < γαλλική arriviste / + (-ιστής) -ίστας < arriver (φθάνω)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾiˈvi.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αριβίστας

Ουσιαστικό

αριβίστας αρσενικό (θηλυκό αριβίστρια)

  • πρόσωπο χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, που θέλει να ανέλθει επαγγελματικά και κοινωνικά χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.