αριβίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αριβίστας | οι | αριβίστες |
| γενική | του | αριβίστα | των | αριβιστών |
| αιτιατική | τον | αριβίστα | τους | αριβίστες |
| κλητική | αριβίστα | αριβίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾiˈvi.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρι‐βί‐στας
Ουσιαστικό
αριβίστας αρσενικό (θηλυκό αριβίστρια)
- πρόσωπο χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, που θέλει να ανέλθει επαγγελματικά και κοινωνικά χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο
Συγγενικά
Αναφορές
- αριβίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.