αριβίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αριβίστρια οι αριβίστριες
      γενική της αριβίστριας των αριβιστριών
    αιτιατική την αριβίστρια τις αριβίστριες
     κλητική αριβίστρια αριβίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αριβίστρια < αριβίστας + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

αριβίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  αριβίστας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.