αριβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριβισμός οι αριβισμοί
      γενική του αριβισμού των αριβισμών
    αιτιατική τον αριβισμό τους αριβισμούς
     κλητική αριβισμέ αριβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αριβισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική arrivisme < arriver + -isme < λατινική ripa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *rei-

Ουσιαστικό

αριβισμός αρσενικό

  • τάση για γρήγορη ανάδειξη με τη χρήση οποιουδήποτε μέσου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.