αριβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αριβισμός | οι | αριβισμοί |
| γενική | του | αριβισμού | των | αριβισμών |
| αιτιατική | τον | αριβισμό | τους | αριβισμούς |
| κλητική | αριβισμέ | αριβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.