αριβάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αριβάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική arrivare [1]
Ρήμα
αριβάρω, αόρ.: αριβάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- φτάνω, καταφθάνω
- έρχομαι, εμφανίζομαι χωρίς να με αναμένουν, ξαφνικά ή απρόσκλητος
Αναφορές
- αριβάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.