αριβάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αριβάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική arrivare [1]

Ρήμα

αριβάρω, αόρ.: αριβάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φτάνω, καταφθάνω
  2. έρχομαι, εμφανίζομαι χωρίς να με αναμένουν, ξαφνικά ή απρόσκλητος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.