αρθριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρθριτικός | η | αρθριτική | το | αρθριτικό |
| γενική | του | αρθριτικού | της | αρθριτικής | του | αρθριτικού |
| αιτιατική | τον | αρθριτικό | την | αρθριτική | το | αρθριτικό |
| κλητική | αρθριτικέ | αρθριτική | αρθριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρθριτικοί | οι | αρθριτικές | τα | αρθριτικά |
| γενική | των | αρθριτικών | των | αρθριτικών | των | αρθριτικών |
| αιτιατική | τους | αρθριτικούς | τις | αρθριτικές | τα | αρθριτικά |
| κλητική | αρθριτικοί | αρθριτικές | αρθριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρθριτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αρθριτικός
- ο σχετικός με την αρθρίτιδα
Μεταφράσεις
αρθριτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.