αργόν
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- αργόν < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική argon < αρχαία ελληνική ἀργόν, ουδέτερο του ἀργός (άεργος, που παρερμηνεύτηκε ως αδρανής, λόγω του ότι δεν αντιδρά με σχεδόν κανένα χημικό στοιχείο)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γόν
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αργόν | ||
| γενική | του | αργού | ||
| αιτιατική | το | αργόν | ||
| κλητική | αργόν | |||
| όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αργόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) ευγενές αέριο με ατομικό αριθμό 18 και χημικό σύμβολο το Ar
-
αργόν στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- αργόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.