αργόν

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Ar
  • Ατομικός αριθμός : 18
  • Προηγούμενο = Cl
  • Επόμενο = K

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

αργόν < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική argon < αρχαία ελληνική ἀργόν, ουδέτερο του ἀργός (άεργος, που παρερμηνεύτηκε ως αδρανής, λόγω του ότι δεν αντιδρά με σχεδόν κανένα χημικό στοιχείο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈɣon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αργόν
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το αργόν
      γενική του αργού
    αιτιατική το αργόν
     κλητική αργόν
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αργόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.