άεργος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άεργος η άεργη το άεργο
      γενική του άεργου της άεργης του άεργου
    αιτιατική τον άεργο την άεργη το άεργο
     κλητική άεργε άεργη άεργο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άεργοι οι άεργες τα άεργα
      γενική των άεργων των άεργων των άεργων
    αιτιατική τους άεργους τις άεργες τα άεργα
     κλητική άεργοι άεργες άεργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άεργος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄεργος < αρχαία ελληνική ἀεργός [1] < ἄ- στερητικό + ἔργ(ον) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.eɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άεργος

Επίθετο

άεργος, -η, -ο

  1. που παραμένει (συχνά από επιλογή) χωρίς εργασία, χωρίς να απασχολείται με κάτι
  2. ο χασομέρης
  3. (φυσική) αυτός που δεν παράγει έργο
    άεργος συνιστώσα, άεργο ρεύμα, άεργος ισχύς, άεργος συντελεστής

Σημειώσεις

Η λέξη άεργος σημαίνει εκείνον που γενικά δεν έχει εργασία ή ασχολία, ενώ η λέξη άνεργος προσδιορίζει εκείνον που αναζητεί εργασία, αλλά δε βρίσκει.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.