αργυροκουδουνάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αργυροκουδουνάτος | η | αργυροκουδουνάτη | το | αργυροκουδουνάτο |
| γενική | του | αργυροκουδουνάτου | της | αργυροκουδουνάτης | του | αργυροκουδουνάτου |
| αιτιατική | τον | αργυροκουδουνάτο | την | αργυροκουδουνάτη | το | αργυροκουδουνάτο |
| κλητική | αργυροκουδουνάτε | αργυροκουδουνάτη | αργυροκουδουνάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αργυροκουδουνάτοι | οι | αργυροκουδουνάτες | τα | αργυροκουδουνάτα |
| γενική | των | αργυροκουδουνάτων | των | αργυροκουδουνάτων | των | αργυροκουδουνάτων |
| αιτιατική | τους | αργυροκουδουνάτους | τις | αργυροκουδουνάτες | τα | αργυροκουδουνάτα |
| κλητική | αργυροκουδουνάτοι | αργυροκουδουνάτες | αργυροκουδουνάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αργυροκουδουνάτος < αργυροκούδουν(ο) + -άτος > αργυρο- + κουδουνάτος. Δείτε και το μεσαιωνικό ἀργυροκούδουνο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ʝi.ɾo.ku.ðuˈna.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γυ‐ρο‐κου‐δου‐νά‐τος
Επίθετο
αργυροκουδουνάτος, -η, -ο
- με αργυρό, ασημί κουδούνι (για ζώα)
- ↪ τράγος αργυροκουδουνάτος
- ※ θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σε ρωτήσω, η μάννα,
το τίνος είν’ τα πρόβατα ταργυροκουδουνάτα,
πού χίλιασαν και μύριασαν και γέμισαν οι ράχαις;
—Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, μαυρομάτα.- Της Αγάπης, 104, σελ.148@archive - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
- ≈ συνώνυμα: ασημοκουδουνάτος
- (ιδιωματικό, Κύθηρα)[1] για πουγκί με αργυρά νομίσματα που ηχούν σαν κουδούνια
- ↪ Άνοιξε το πουγγάκι σου τ' αργυροκουδουνάτο
- αργυροκούδουνος
- παλιά πολυτονική γραφή: ἀργυροκουδουνάτος, ἀργυροκουδουνᾶτος
Μεταφράσεις
αργυροκουδουνάτος
|
|
Αναφορές
- ἀργυροκουδουνᾶτος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
σελ.50 - τόμος 3 (3.1), 1941.
Πηγές
- ἀργυροκουδουνάτος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.