αργυροκούδουνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αργυροκούδουνο | τα | αργυροκούδουνα |
| γενική | του | αργυροκούδουνου | των | αργυροκούδουνων |
| αιτιατική | το | αργυροκούδουνο | τα | αργυροκούδουνα |
| κλητική | αργυροκούδουνο | αργυροκούδουνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αργυροκούδουνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀργυροκούδουνο < ἀργυρο- + κουδούν(ι)/κουδούν(α) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ʝi.ɾoˈku.ðu.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γυ‐ρο‐κού‐δου‐νο
Ουσιαστικό
αργυροκούδουνο ουδέτερο
- ασημένιο κουδούνι (για ζώα)
- ※ ⌘ Κώστας Κρυστάλλης, «Ο κούρος», συλλογή Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893
- Νἄχῃς χιλιάδες πρόβατα, νἄχῃς χιλιάδες γίδια,
Μὲ μύρια ἀργυροκούδουνα, νὰ τὰ λαλοῦν νὰ πρέπουν
- Νἄχῃς χιλιάδες πρόβατα, νἄχῃς χιλιάδες γίδια,
- ※ ⌘ Κώστας Κρυστάλλης, «Ο κούρος», συλλογή Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893
Μεταφράσεις
αργυροκούδουνο
|
|
Πηγές
- «ἀργυροκούδουνο» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.