απώλειες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απώλειες < πληθυντικός αριθμός του απώλεια

Ουσιαστικό

απώλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. στερήσεις
  2. χασίματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.