απώλειες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απώλειες < πληθυντικός αριθμός του απώλεια
Ουσιαστικό
απώλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- στερήσεις
- χασίματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.