αποκρύπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκρύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκρύπτω < ἀπο- + κρύπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈkɾi.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κρύ‐πτω
Ρήμα
αποκρύπτω, αόρ.: απέκρυψα/(απόκρυψα), παθ.φωνή: αποκρύπτομαι, π.αόρ.: αποκρύφτηκα/αποκρύφθηκα, μτχ.π.π.: αποκρυμμένος
- κρύβω κάτι, δεν το ανακοινώνω, κρατάω κάτι κρυφό ή μυστικό
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποκρυπτογραφώ & συγγενικά
- απόκρυφος & συγγενικά
- απόκρυψη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκρύπτω | απέκρυπτα | θα αποκρύπτω | να αποκρύπτω | αποκρύπτοντας | |
| β' ενικ. | αποκρύπτεις | απέκρυπτες | θα αποκρύπτεις | να αποκρύπτεις | απόκρυπτε | |
| γ' ενικ. | αποκρύπτει | απέκρυπτε | θα αποκρύπτει | να αποκρύπτει | ||
| α' πληθ. | αποκρύπτουμε | αποκρύπταμε | θα αποκρύπτουμε | να αποκρύπτουμε | ||
| β' πληθ. | αποκρύπτετε | αποκρύπτατε | θα αποκρύπτετε | να αποκρύπτετε | αποκρύπτετε | |
| γ' πληθ. | αποκρύπτουν(ε) | απέκρυπταν αποκρύπταν(ε) |
θα αποκρύπτουν(ε) | να αποκρύπτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απέκρυψα | θα αποκρύψω | να αποκρύψω | αποκρύψει | ||
| β' ενικ. | απέκρυψες | θα αποκρύψεις | να αποκρύψεις | απόκρυψε | ||
| γ' ενικ. | απέκρυψε | θα αποκρύψει | να αποκρύψει | |||
| α' πληθ. | αποκρύψαμε | θα αποκρύψουμε | να αποκρύψουμε | |||
| β' πληθ. | αποκρύψατε | θα αποκρύψετε | να αποκρύψετε | αποκρύψτε | ||
| γ' πληθ. | απέκρυψαν αποκρύψαν(ε) |
θα αποκρύψουν(ε) | να αποκρύψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκρύψει | είχα αποκρύψει | θα έχω αποκρύψει | να έχω αποκρύψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκρύψει | είχες αποκρύψει | θα έχεις αποκρύψει | να έχεις αποκρύψει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκρύψει | είχε αποκρύψει | θα έχει αποκρύψει | να έχει αποκρύψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκρύψει | είχαμε αποκρύψει | θα έχουμε αποκρύψει | να έχουμε αποκρύψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκρύψει | είχατε αποκρύψει | θα έχετε αποκρύψει | να έχετε αποκρύψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκρύψει | είχαν αποκρύψει | θα έχουν αποκρύψει | να έχουν αποκρύψει |
| |
Μεταφράσεις
Πηγές
- αποκρύπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποκρύβω, αποκρύπτω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.