αποκρυπτογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκρυπτογραφώ < απο- + κρυπτογραφώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική décrypter
Ρήμα
αποκρυπτογραφώ
- καταφέρνω να διαβάσω και να καταλάβω ένα κείμενο γραμμένο χρησιμοποιώντας κάποιον μυστικό κώδικα ή άλλο σύστημα γραφής
Συγγενικά
- αποκρυπτογράφηση
- αποκρυπτογραφούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.