χώσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χώσιμο | τα | χωσίματα |
| γενική | του | χωσίματος | των | χωσιμάτων |
| αιτιατική | το | χώσιμο | τα | χωσίματα |
| κλητική | χώσιμο | χωσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χώσιμο ουδέτερο
- (οικείο) (προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χώνω
- (αργκό) η ανάθεση δύσκολης ή δυσβάστακτης εργασίας ή υπηρεσίας
- → δείτε τη λέξη πήξιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.