χώσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χώσιμο τα χωσίματα
      γενική του χωσίματος των χωσιμάτων
    αιτιατική το χώσιμο τα χωσίματα
     κλητική χώσιμο χωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χώσιμο < χώνω + -ιμο

Ουσιαστικό

χώσιμο ουδέτερο

  1. (οικείο) (προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χώνω
     συνώνυμα: εισαγωγή, ένθεση, μπήξιμο
  2. (αργκό) η ανάθεση δύσκολης ή δυσβάστακτης εργασίας ή υπηρεσίας
     δείτε τη λέξη πήξιμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.