Μέγα Απόδειπνο
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Μέγα Απόδειπνο < μέγα + απόδειπνο
Κύριο όνομα
Μέγα Απόδειπνο ουδέτερο
- (θρησκεία) ακολουθία που απορτίζεται από ψαλμούς του Ψαλτηρίου της Παλαιάς Διαθήκης, ύμνους και ευχές και τελείται κυρίως κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.