απόγραφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόγραφο τα απόγραφα
      γενική του απογράφου
& απόγραφου
των απογράφων
    αιτιατική το απόγραφο τα απόγραφα
     κλητική απόγραφο απόγραφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόγραφο < ελληνιστική κοινή ἀπόγραφον, ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική transcript ή γαλλική transcrit)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.ɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόγραφο

Ουσιαστικό

απόγραφο ουδέτερο

  1. (λόγιο, φιλολογία) το πρώτο χειρόγραφο αντίγραφο από έντυπο βιβλίο
  2. (κατ’ επέκταση, νομικός όρος) επίσημο (επικυρωμένο) αντίγραφο μιας δικαστικής απόφασης

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.