απογράφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απογράφω < αρχαία ελληνική ἀπογράφω < ἀπό + γράφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈɣɾa.fo/
Συγγενικά
- απογραφέας
- απογραφή
- απογραφικός
- απόγραφο
- → δείτε τη λέξη γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απογράφω | απέγραφα | θα απογράφω | να απογράφω | απογράφοντας | |
| β' ενικ. | απογράφεις | απέγραφες | θα απογράφεις | να απογράφεις | απόγραφε | |
| γ' ενικ. | απογράφει | απέγραφε | θα απογράφει | να απογράφει | ||
| α' πληθ. | απογράφουμε | απογράφαμε | θα απογράφουμε | να απογράφουμε | ||
| β' πληθ. | απογράφετε | απογράφατε | θα απογράφετε | να απογράφετε | απογράφετε | |
| γ' πληθ. | απογράφουν(ε) | απέγραφαν απογράφαν(ε) |
θα απογράφουν(ε) | να απογράφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απέγραψα | θα απογράψω | να απογράψω | απογράψει | ||
| β' ενικ. | απέγραψες | θα απογράψεις | να απογράψεις | απόγραψε | ||
| γ' ενικ. | απέγραψε | θα απογράψει | να απογράψει | |||
| α' πληθ. | απογράψαμε | θα απογράψουμε | να απογράψουμε | |||
| β' πληθ. | απογράψατε | θα απογράψετε | να απογράψετε | απογράψτε | ||
| γ' πληθ. | απέγραψαν απογράψαν(ε) |
θα απογράψουν(ε) | να απογράψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απογράψει | είχα απογράψει | θα έχω απογράψει | να έχω απογράψει | ||
| β' ενικ. | έχεις απογράψει | είχες απογράψει | θα έχεις απογράψει | να έχεις απογράψει | έχε απογραμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει απογράψει | είχε απογράψει | θα έχει απογράψει | να έχει απογράψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απογράψει | είχαμε απογράψει | θα έχουμε απογράψει | να έχουμε απογράψει | ||
| β' πληθ. | έχετε απογράψει | είχατε απογράψει | θα έχετε απογράψει | να έχετε απογράψει | έχετε απογραμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν απογράψει | είχαν απογράψει | θα έχουν απογράψει | να έχουν απογράψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) απογραμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) απογραμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) απογραμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) απογραμμένο | |||||
Μεταφράσεις
απογράφω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.