transcript

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
transcript transcripts

Ετυμολογία

transcript < (κληρονομημένο) μέση αγγλική transcript < παλαιά γαλλική transcrit < λατινική transcriptum ουδέτερη μετοχή αορίστου του transcribere. (Δείτε: transcribe)
Η ορθογραφική μεταβολή προέκυψε τον 15ο αιώνα λόγω συσχέτισης/συσχετισμού με τα λατινικά.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtranskrɪpt/ & /ˈtrɑːnskrɪpt/

Ουσιαστικό

transcript (en)

  1. η γραπτή απομαγνητοφώνηση κειμένου
  2. το απόγραφο
  3. (βιοχημεία, γενετική) η γενετική μεταγραφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.