απόγαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόγαιο | τα | απόγαια |
| γενική | του | απογαίου | των | απογαίων |
| αιτιατική | το | απόγαιο | τα | απόγαια |
| κλητική | απόγαιο | απόγαια | ||
| Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόγαιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόγαιον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀπόγαιος < αρχαία ελληνική ἀπόγειος < ἀπό + (γῆ) γαι- + -ον
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ʝe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐γαι‐ο
Μεταφράσεις
απόγαιο
|
Πηγές
- απόγαιο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.