lie

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
lie lies

lie (en)

Ρήμα

ενεστώτας lie
γ΄ ενικό ενεστώτα lies
αόριστος lied
παθητική μετοχή lied
ενεργητική μετοχή lying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lie (en)

Ρήμα

ενεστώτας lie
γ΄ ενικό ενεστώτα lies
αόριστος lay
παθητική μετοχή lain
ενεργητική μετοχή lying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lie (en)

Παράγωγα



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

lie (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.