αποφώνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποφώνηση οι αποφωνήσεις
      γενική της αποφώνησης* των αποφωνήσεων
    αιτιατική την αποφώνηση τις αποφωνήσεις
     κλητική αποφώνηση αποφωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποφώνηση <(ελληνιστική κοινή) ἀποφωνέω / ἀποφωνῶ + -ση

Ουσιαστικό

αποφώνηση θηλυκό

  1. (λόγιο) σύντομος λόγος προς το κοινό, με τον οποίο κλείνει μία διάλεξη, αφού τελειώσει ο κύριος ομιλητής
  2. τα τελευταία λόγια, το κλείσιμο ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής. Συνήθως είναι αποχαιρετισμός, ή τα ονόματα των συντελεστών.
    κάνε την αποφώνηση, να ρίξουμε διαφημίσεις

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη φωνή

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.