αποφώνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποφώνηση | οι | αποφωνήσεις |
| γενική | της | αποφώνησης* | των | αποφωνήσεων |
| αιτιατική | την | αποφώνηση | τις | αποφωνήσεις |
| κλητική | αποφώνηση | αποφωνήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποφωνήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποφώνηση <(ελληνιστική κοινή) ἀποφωνέω / ἀποφωνῶ + -ση
Ουσιαστικό
αποφώνηση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φωνή
Αντώνυμα
- (σε λόγο) προσφώνηση
- (σε εκπομπές ΜΜΕ) εισαγωγή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.