αποφρακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφρακτικός η αποφρακτική το αποφρακτικό
      γενική του αποφρακτικού της αποφρακτικής του αποφρακτικού
    αιτιατική τον αποφρακτικό την αποφρακτική το αποφρακτικό
     κλητική αποφρακτικέ αποφρακτική αποφρακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφρακτικοί οι αποφρακτικές τα αποφρακτικά
      γενική των αποφρακτικών των αποφρακτικών των αποφρακτικών
    αιτιατική τους αποφρακτικούς τις αποφρακτικές τα αποφρακτικά
     κλητική αποφρακτικοί αποφρακτικές αποφρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποφρακτικός < μεσαιωνική ελληνική ἀποφρακτικός < αρχαία ελληνική ἀποφράσσω

Επίθετο

αποφρακτικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την απόφραξη ή αναφέρεται σ' αυτή
    1. που τον χρησιμοποιούν για απόφραξη, για ξεβούλωμα
    2. που προκαλείται από απόφραξη, από κάτι που έχει φραγεί
      Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι μια νόσος με χαρακτηριστικό τη στένωση των βρόγχων, με αποτέλεσμα να αδειάζουν δύσκολα οι πνεύμονες στην εκπνοή. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.