αποφραχτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποφραχτικός | η | αποφραχτική | το | αποφραχτικό |
| γενική | του | αποφραχτικού | της | αποφραχτικής | του | αποφραχτικού |
| αιτιατική | τον | αποφραχτικό | την | αποφραχτική | το | αποφραχτικό |
| κλητική | αποφραχτικέ | αποφραχτική | αποφραχτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποφραχτικοί | οι | αποφραχτικές | τα | αποφραχτικά |
| γενική | των | αποφραχτικών | των | αποφραχτικών | των | αποφραχτικών |
| αιτιατική | τους | αποφραχτικούς | τις | αποφραχτικές | τα | αποφραχτικά |
| κλητική | αποφραχτικοί | αποφραχτικές | αποφραχτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποφραχτικός < αποφρακτικός < μεσαιωνική ελληνική ἀποφρακτικός < αρχαία ελληνική ἀποφράσσω
Μεταφράσεις
αποφραχτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.