αποφοιτήσας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφοιτήσας η αποφοιτήσασα το αποφοιτήσαν
      γενική του αποφοιτήσαντος
& αποφοιτήσαντα1
της αποφοιτήσασας
& αποφοιτησάσης*
του αποφοιτήσαντος
    αιτιατική τον αποφοιτήσαντα την αποφοιτήσασα το αποφοιτήσαν
     κλητική αποφοιτήσας αποφοιτήσασα αποφοιτήσαν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφοιτήσαντες οι αποφοιτήσασες τα αποφοιτήσαντα
      γενική των αποφοιτησάντων των αποφοιτησασών των αποφοιτησάντων
    αιτιατική τους αποφοιτήσαντες τις αποφοιτήσασες τα αποφοιτήσαντα
     κλητική αποφοιτήσαντες αποφοιτήσασες αποφοιτήσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποφοιτήσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποφοιτήσας, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποφοιτάω

Μετοχή

αποφοιτήσας, αποφοιτήσασα, αποφοιτήσαν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.