αποτοξινωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτοξινωμένος | η | αποτοξινωμένη | το | αποτοξινωμένο |
| γενική | του | αποτοξινωμένου | της | αποτοξινωμένης | του | αποτοξινωμένου |
| αιτιατική | τον | αποτοξινωμένο | την | αποτοξινωμένη | το | αποτοξινωμένο |
| κλητική | αποτοξινωμένε | αποτοξινωμένη | αποτοξινωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτοξινωμένοι | οι | αποτοξινωμένες | τα | αποτοξινωμένα |
| γενική | των | αποτοξινωμένων | των | αποτοξινωμένων | των | αποτοξινωμένων |
| αιτιατική | τους | αποτοξινωμένους | τις | αποτοξινωμένες | τα | αποτοξινωμένα |
| κλητική | αποτοξινωμένοι | αποτοξινωμένες | αποτοξινωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποτοξινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτοξινώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.