αποτελειωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτελειωμένος | η | αποτελειωμένη | το | αποτελειωμένο |
| γενική | του | αποτελειωμένου | της | αποτελειωμένης | του | αποτελειωμένου |
| αιτιατική | τον | αποτελειωμένο | την | αποτελειωμένη | το | αποτελειωμένο |
| κλητική | αποτελειωμένε | αποτελειωμένη | αποτελειωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτελειωμένοι | οι | αποτελειωμένες | τα | αποτελειωμένα |
| γενική | των | αποτελειωμένων | των | αποτελειωμένων | των | αποτελειωμένων |
| αιτιατική | τους | αποτελειωμένους | τις | αποτελειωμένες | τα | αποτελειωμένα |
| κλητική | αποτελειωμένοι | αποτελειωμένες | αποτελειωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποτελειωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτελειώνω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποτελειώνω, τελειώνω και τέλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.