αποτελειώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποτελειώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αποτελειώνω

  1. τελειώνω κάτι οριστικά, το ολοκληρώνω
  2. (μεταφορικά) σκοτώνω

Κλίση

Σημείωση: Στον παρατατικό και τον αόριστο χρησιμοποιούνται και οι τύποι αποτέλειωνα και αποτέλειωσα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.