αποτελειώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποτελειώνω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτελειώνω | αποτελείωνα | θα αποτελειώνω | να αποτελειώνω | αποτελειώνοντας | |
| β' ενικ. | αποτελειώνεις | αποτελείωνες | θα αποτελειώνεις | να αποτελειώνεις | αποτελείωνε | |
| γ' ενικ. | αποτελειώνει | αποτελείωνε | θα αποτελειώνει | να αποτελειώνει | ||
| α' πληθ. | αποτελειώνουμε | αποτελειώναμε | θα αποτελειώνουμε | να αποτελειώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποτελειώνετε | αποτελειώνατε | θα αποτελειώνετε | να αποτελειώνετε | αποτελειώνετε | |
| γ' πληθ. | αποτελειώνουν(ε) | αποτελείωναν αποτελειώναν(ε) |
θα αποτελειώνουν(ε) | να αποτελειώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτελείωσα | θα αποτελειώσω | να αποτελειώσω | αποτελειώσει | ||
| β' ενικ. | αποτελείωσες | θα αποτελειώσεις | να αποτελειώσεις | αποτελείωσε | ||
| γ' ενικ. | αποτελείωσε | θα αποτελειώσει | να αποτελειώσει | |||
| α' πληθ. | αποτελειώσαμε | θα αποτελειώσουμε | να αποτελειώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποτελειώσατε | θα αποτελειώσετε | να αποτελειώσετε | αποτελειώστε | ||
| γ' πληθ. | αποτελείωσαν αποτελειώσαν(ε) |
θα αποτελειώσουν(ε) | να αποτελειώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποτελειώσει | είχα αποτελειώσει | θα έχω αποτελειώσει | να έχω αποτελειώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποτελειώσει | είχες αποτελειώσει | θα έχεις αποτελειώσει | να έχεις αποτελειώσει | έχε αποτελειωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αποτελειώσει | είχε αποτελειώσει | θα έχει αποτελειώσει | να έχει αποτελειώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτελειώσει | είχαμε αποτελειώσει | θα έχουμε αποτελειώσει | να έχουμε αποτελειώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτελειώσει | είχατε αποτελειώσει | θα έχετε αποτελειώσει | να έχετε αποτελειώσει | έχετε αποτελειωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αποτελειώσει | είχαν αποτελειώσει | θα έχουν αποτελειώσει | να έχουν αποτελειώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποτελειωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποτελειωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποτελειωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποτελειωμένο | |||||
- Σημείωση: Στον παρατατικό και τον αόριστο χρησιμοποιούνται και οι τύποι αποτέλειωνα και αποτέλειωσα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.