αποστρατεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποστρατεύω < (ελληνιστική κοινή) ἀποστρατεύομαι < ἀπό + αρχαία ελληνική στρατεύω < στρατός
Ρήμα
αποστρατεύω (παθητική φωνή: αποστρατεύομαι)
- (στρατιωτικός όρος) συνταξιοδοτώ στρατιωτικό, αφού τον απομακρύνω από το στρατό
- (σπάνιο) παύω την επιστράτευση
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποστρατεία
- αποστρατευμένος
- αποστράτευση
- αποστρατευτέος
- αποστρατεύσιμος
- απόστρατος
- → δείτε τις λέξεις από και στρατός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστρατεύω | αποστράτευα | θα αποστρατεύω | να αποστρατεύω | αποστρατεύοντας | |
| β' ενικ. | αποστρατεύεις | αποστράτευες | θα αποστρατεύεις | να αποστρατεύεις | αποστράτευε | |
| γ' ενικ. | αποστρατεύει | αποστράτευε | θα αποστρατεύει | να αποστρατεύει | ||
| α' πληθ. | αποστρατεύουμε | αποστρατεύαμε | θα αποστρατεύουμε | να αποστρατεύουμε | ||
| β' πληθ. | αποστρατεύετε | αποστρατεύατε | θα αποστρατεύετε | να αποστρατεύετε | αποστρατεύετε | |
| γ' πληθ. | αποστρατεύουν(ε) | αποστράτευαν αποστρατεύαν(ε) |
θα αποστρατεύουν(ε) | να αποστρατεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστράτευσα | θα αποστρατεύσω | να αποστρατεύσω | αποστρατεύσει | ||
| β' ενικ. | αποστράτευσες | θα αποστρατεύσεις | να αποστρατεύσεις | αποστράτευσε | ||
| γ' ενικ. | αποστράτευσε | θα αποστρατεύσει | να αποστρατεύσει | |||
| α' πληθ. | αποστρατεύσαμε | θα αποστρατεύσουμε | να αποστρατεύσουμε | |||
| β' πληθ. | αποστρατεύσατε | θα αποστρατεύσετε | να αποστρατεύσετε | αποστρατεύστε | ||
| γ' πληθ. | αποστράτευσαν αποστρατεύσαν(ε) |
θα αποστρατεύσουν(ε) | να αποστρατεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποστρατεύσει | είχα αποστρατεύσει | θα έχω αποστρατεύσει | να έχω αποστρατεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποστρατεύσει | είχες αποστρατεύσει | θα έχεις αποστρατεύσει | να έχεις αποστρατεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστρατεύσει | είχε αποστρατεύσει | θα έχει αποστρατεύσει | να έχει αποστρατεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστρατεύσει | είχαμε αποστρατεύσει | θα έχουμε αποστρατεύσει | να έχουμε αποστρατεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστρατεύσει | είχατε αποστρατεύσει | θα έχετε αποστρατεύσει | να έχετε αποστρατεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστρατεύσει | είχαν αποστρατεύσει | θα έχουν αποστρατεύσει | να έχουν αποστρατεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.