συνταξιοδοτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνταξιοδοτώ < σύνταξις + δοτῶ

Ρήμα

συνταξιοδοτώ

  1. χορηγώ σύνταξη
  2. (μεταφορικά) θέτω εκτός επικαιρότητας, αχρηστεύω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.