συνταξιοδοτώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
συνταξιοδοτώ
<
σύνταξις
+
δοτῶ
Ρήμα
συνταξιοδοτώ
χορηγώ
σύνταξη
(
μεταφορικά
)
θέτω
εκτός
επικαιρότητας
,
αχρηστεύω
Συγγενικά
συνταξιοδότηση
συνταξιοδοτικός
συνταξιοδοτούμαι
συνταξιοδοτώ
Μεταφράσεις
συνταξιοδοτώ
αγγλικά
:
retire with a pension
(en)
,
pension off
(en)
γαλλικά
:
mettre à la retraite
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.