αποστρατικοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποστρατικοποιούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποστρατικοποιώ, άλλη μορφή του αποστρατιωτικοποιούμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστρατικοποιούμαι | αποστρατικοποιούμουν | θα αποστρατικοποιούμαι | να αποστρατικοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | αποστρατικοποιείσαι | αποστρατικοποιούσουν | θα αποστρατικοποιείσαι | να αποστρατικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | αποστρατικοποιείται | αποστρατικοποιούνταν | θα αποστρατικοποιείται | να αποστρατικοποιείται | ||
| α' πληθ. | αποστρατικοποιούμαστε | αποστρατικοποιούμασταν αποστρατικοποιούμαστε |
θα αποστρατικοποιούμαστε | να αποστρατικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | αποστρατικοποιείστε | αποστρατικοποιούσασταν αποστρατικοποιούσαστε |
θα αποστρατικοποιείστε | να αποστρατικοποιείστε | αποστρατικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | αποστρατικοποιούνται | αποστρατικοποιούνταν | θα αποστρατικοποιούνται | να αποστρατικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστρατικοποιήθηκα | θα αποστρατικοποιηθώ | να αποστρατικοποιηθώ | αποστρατικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | αποστρατικοποιήθηκες | θα αποστρατικοποιηθείς | να αποστρατικοποιηθείς | αποστρατικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | αποστρατικοποιήθηκε | θα αποστρατικοποιηθεί | να αποστρατικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | αποστρατικοποιηθήκαμε | θα αποστρατικοποιηθούμε | να αποστρατικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | αποστρατικοποιηθήκατε | θα αποστρατικοποιηθείτε | να αποστρατικοποιηθείτε | αποστρατικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποστρατικοποιήθηκαν αποστρατικοποιηθήκαν(ε) |
θα αποστρατικοποιηθούν(ε) | να αποστρατικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποστρατικοποιηθεί | είχα αποστρατικοποιηθεί | θα έχω αποστρατικοποιηθεί | να έχω αποστρατικοποιηθεί | αποστρατικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποστρατικοποιηθεί | είχες αποστρατικοποιηθεί | θα έχεις αποστρατικοποιηθεί | να έχεις αποστρατικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστρατικοποιηθεί | είχε αποστρατικοποιηθεί | θα έχει αποστρατικοποιηθεί | να έχει αποστρατικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστρατικοποιηθεί | είχαμε αποστρατικοποιηθεί | θα έχουμε αποστρατικοποιηθεί | να έχουμε αποστρατικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστρατικοποιηθεί | είχατε αποστρατικοποιηθεί | θα έχετε αποστρατικοποιηθεί | να έχετε αποστρατικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστρατικοποιηθεί | είχαν αποστρατικοποιηθεί | θα έχουν αποστρατικοποιηθεί | να έχουν αποστρατικοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
αποστρατικοποιούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.