αποστράτευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποστράτευση | οι | αποστρατεύσεις |
| γενική | της | αποστράτευσης* | των | αποστρατεύσεων |
| αιτιατική | την | αποστράτευση | τις | αποστρατεύσεις |
| κλητική | αποστράτευση | αποστρατεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποστρατεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστράτευση < αποστρατεύω + -ση
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις
αποστράτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.