αποστρατευτέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστρατευτέος η αποστρατευτέα το αποστρατευτέο
      γενική του αποστρατευτέου της αποστρατευτέας του αποστρατευτέου
    αιτιατική τον αποστρατευτέο την αποστρατευτέα το αποστρατευτέο
     κλητική αποστρατευτέε αποστρατευτέα αποστρατευτέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστρατευτέοι οι αποστρατευτέες τα αποστρατευτέα
      γενική των αποστρατευτέων των αποστρατευτέων των αποστρατευτέων
    αιτιατική τους αποστρατευτέους τις αποστρατευτέες τα αποστρατευτέα
     κλητική αποστρατευτέοι αποστρατευτέες αποστρατευτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποστρατευτέος < αποστρατεύω + -τέος

Επίθετο

αποστρατευτέος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.