αποστεριανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποστεριανός | η | αποστεριανή | το | αποστεριανό |
| γενική | του | αποστεριανού | της | αποστεριανής | του | αποστεριανού |
| αιτιατική | τον | αποστεριανό | την | αποστεριανή | το | αποστεριανό |
| κλητική | αποστεριανέ | αποστεριανή | αποστεριανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποστεριανοί | οι | αποστεριανές | τα | αποστεριανά |
| γενική | των | αποστεριανών | των | αποστεριανών | των | αποστεριανών |
| αιτιατική | τους | αποστεριανούς | τις | αποστεριανές | τα | αποστεριανά |
| κλητική | αποστεριανοί | αποστεριανές | αποστεριανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ster.ʝaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐στε‐ρια‐νός
Μεταφράσεις
αποστεριανός
|
|
Πηγές
- αποστεριανός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποστεριανός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.