αποστεριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστεριανός η αποστεριανή το αποστεριανό
      γενική του αποστεριανού της αποστεριανής του αποστεριανού
    αιτιατική τον αποστεριανό την αποστεριανή το αποστεριανό
     κλητική αποστεριανέ αποστεριανή αποστεριανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστεριανοί οι αποστεριανές τα αποστεριανά
      γενική των αποστεριανών των αποστεριανών των αποστεριανών
    αιτιατική τους αποστεριανούς τις αποστεριανές τα αποστεριανά
     κλητική αποστεριανοί αποστεριανές αποστεριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποστεριανός < απο- + στεριανός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ster.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποστεριανός

Επίθετο

αποστεριανός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.