αποστειρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστειρωμένος η αποστειρωμένη το αποστειρωμένο
      γενική του αποστειρωμένου της αποστειρωμένης του αποστειρωμένου
    αιτιατική τον αποστειρωμένο την αποστειρωμένη το αποστειρωμένο
     κλητική αποστειρωμένε αποστειρωμένη αποστειρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστειρωμένοι οι αποστειρωμένες τα αποστειρωμένα
      γενική των αποστειρωμένων των αποστειρωμένων των αποστειρωμένων
    αιτιατική τους αποστειρωμένους τις αποστειρωμένες τα αποστειρωμένα
     κλητική αποστειρωμένοι αποστειρωμένες αποστειρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποστειρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστειρώνω

Μετοχή

αποστειρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει αποστειρωθεί, απολυμανθεί από βακτήρια ή γενικά μικροοργανισμούς
  2. με τη μεταφορική έννοια, εκείνος που δείχνει σχεδόν τέλειος, που κάνει το σωστό και υγιεινό, αλλά που στερείται της ζωντάνιας και των συναισθηματικών στοιχείων της ανθρώπινης επαφής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.