αποσκληρυντικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσκληρυντικό τα αποσκληρυντικά
      γενική του αποσκληρυντικού των αποσκληρυντικών
    αιτιατική το αποσκληρυντικό τα αποσκληρυντικά
     κλητική αποσκληρυντικό αποσκληρυντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσκληρυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αποσκληρυντικός

Ουσιαστικό

αποσκληρυντικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποσκληρυντικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.