wonder
Αγγλικά (en)
Εκφράσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | wonder |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | wonders |
| αόριστος | wondered |
| παθητική μετοχή | wondered |
| ενεργητική μετοχή | wondering |
wonder (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απορώ, έχω απορία, αναρωτιέμαι, σκέφτομαι κάτι και προσπαθώ να αποφασίσω τι είναι αλήθεια, τι θα συμβεί, τι πρέπει να κάνω κτλ.
- ↪ As a matter of fact, I was wondering about it.
- Πραγματικά είχα απορία γι' αυτό.
- ↪ I am wondering if I should go or not.
- Αναρωτιέμαι αν πρέπει να πάω ή όχι.
- ↪ As a matter of fact, I was wondering about it.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκπλήσσομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.