αποπλανώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπλανώ < αρχαία ελληνική ἀποπλανάω / ἀποπλανῶ < πλανάω / πλανῶ < πλάνη (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική détourner)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.plaˈno/
Ρήμα
αποπλανώ (παθητική φωνή: αποπλανώμαι, αποπλανιέμαι)
- ξεγελώ κάποιο άτομο (ενίοτε μικρό σε ηλικία ή ελλειμματικό πνευματικά) και το παρασέρνω σε ασελγείς σεξουαλικές πράξεις
Συγγενικά
- αποπλάνεμα
- αποπλανεύω
- αποπλανημένος
- αποπλάνηση
- αποπλανητής
- αποπλανητικός
- → δείτε τις λέξεις από και πλανώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπλανάω - αποπλανώ | αποπλανούσα | θα αποπλανάω - αποπλανώ | να αποπλανάω - αποπλανώ | αποπλανώντας | |
| β' ενικ. | αποπλανάς | αποπλανούσες | θα αποπλανάς | να αποπλανάς | αποπλάνα - αποπλάναγε | |
| γ' ενικ. | αποπλανάει - αποπλανά | αποπλανούσε | θα αποπλανάει - αποπλανά | να αποπλανάει - αποπλανά | ||
| α' πληθ. | αποπλανάμε - αποπλανούμε | αποπλανούσαμε | θα αποπλανάμε - αποπλανούμε | να αποπλανάμε - αποπλανούμε | ||
| β' πληθ. | αποπλανάτε | αποπλανούσατε | θα αποπλανάτε | να αποπλανάτε | αποπλανάτε | |
| γ' πληθ. | αποπλανάν(ε) - αποπλανούν(ε) | αποπλανούσαν(ε) | θα αποπλανάν(ε) - αποπλανούν(ε) | να αποπλανάν(ε) - αποπλανούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποπλάνησα | θα αποπλανήσω | να αποπλανήσω | αποπλανήσει | ||
| β' ενικ. | αποπλάνησες | θα αποπλανήσεις | να αποπλανήσεις | αποπλάνα - αποπλάνησε | ||
| γ' ενικ. | αποπλάνησε | θα αποπλανήσει | να αποπλανήσει | |||
| α' πληθ. | αποπλανήσαμε | θα αποπλανήσουμε | να αποπλανήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποπλανήσατε | θα αποπλανήσετε | να αποπλανήσετε | αποπλανήστε | ||
| γ' πληθ. | αποπλάνησαν αποπλανήσαν(ε) |
θα αποπλανήσουν(ε) | να αποπλανήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποπλανήσει | είχα αποπλανήσει | θα έχω αποπλανήσει | να έχω αποπλανήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποπλανήσει | είχες αποπλανήσει | θα έχεις αποπλανήσει | να έχεις αποπλανήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποπλανήσει | είχε αποπλανήσει | θα έχει αποπλανήσει | να έχει αποπλανήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπλανήσει | είχαμε αποπλανήσει | θα έχουμε αποπλανήσει | να έχουμε αποπλανήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπλανήσει | είχατε αποπλανήσει | θα έχετε αποπλανήσει | να έχετε αποπλανήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποπλανήσει | είχαν αποπλανήσει | θα έχουν αποπλανήσει | να έχουν αποπλανήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.