ελλειμματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελλειμματικός | η | ελλειμματική | το | ελλειμματικό |
| γενική | του | ελλειμματικού | της | ελλειμματικής | του | ελλειμματικού |
| αιτιατική | τον | ελλειμματικό | την | ελλειμματική | το | ελλειμματικό |
| κλητική | ελλειμματικέ | ελλειμματική | ελλειμματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελλειμματικοί | οι | ελλειμματικές | τα | ελλειμματικά |
| γενική | των | ελλειμματικών | των | ελλειμματικών | των | ελλειμματικών |
| αιτιατική | τους | ελλειμματικούς | τις | ελλειμματικές | τα | ελλειμματικά |
| κλητική | ελλειμματικοί | ελλειμματικές | ελλειμματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.li.ma.tiˈkos/
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ελλειμματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.