αποπλάνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπλάνηση οι αποπλανήσεις
      γενική της αποπλάνησης* των αποπλανήσεων
    αιτιατική την αποπλάνηση τις αποπλανήσεις
     κλητική αποπλάνηση αποπλανήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπλανήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποπλάνηση < (ελληνιστική κοινή) ἀποπλάνησις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική détournement)

Ουσιαστικό

αποπλάνηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.