αποξηλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποξηλωμένος | η | αποξηλωμένη | το | αποξηλωμένο |
| γενική | του | αποξηλωμένου | της | αποξηλωμένης | του | αποξηλωμένου |
| αιτιατική | τον | αποξηλωμένο | την | αποξηλωμένη | το | αποξηλωμένο |
| κλητική | αποξηλωμένε | αποξηλωμένη | αποξηλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποξηλωμένοι | οι | αποξηλωμένες | τα | αποξηλωμένα |
| γενική | των | αποξηλωμένων | των | αποξηλωμένων | των | αποξηλωμένων |
| αιτιατική | τους | αποξηλωμένους | τις | αποξηλωμένες | τα | αποξηλωμένα |
| κλητική | αποξηλωμένοι | αποξηλωμένες | αποξηλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ksi.loˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐ξη‐λω‐μέ‐νος
- ομόηχο: αποξυλωμένος
Μεταφράσεις
αποξηλωμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.