απονευρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απονευρωμένος | η | απονευρωμένη | το | απονευρωμένο |
| γενική | του | απονευρωμένου | της | απονευρωμένης | του | απονευρωμένου |
| αιτιατική | τον | απονευρωμένο | την | απονευρωμένη | το | απονευρωμένο |
| κλητική | απονευρωμένε | απονευρωμένη | απονευρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απονευρωμένοι | οι | απονευρωμένες | τα | απονευρωμένα |
| γενική | των | απονευρωμένων | των | απονευρωμένων | των | απονευρωμένων |
| αιτιατική | τους | απονευρωμένους | τις | απονευρωμένες | τα | απονευρωμένα |
| κλητική | απονευρωμένοι | απονευρωμένες | απονευρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απονευρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονευρώνω
Μετοχή
απονευρωμένος, -η, -ο
- (ιατρική) που έχει απονευρωθεί, που έχει υποστεί απονεύρωση
- (μεταφορικά) που έχει χάσει τη ζωτικότητά του, που έχει εξασθενήσει
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις απονευρώνω και νεύρο
Μεταφράσεις
απονευρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.