απονεκρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απονεκρωμένος η απονεκρωμένη το απονεκρωμένο
      γενική του απονεκρωμένου της απονεκρωμένης του απονεκρωμένου
    αιτιατική τον απονεκρωμένο την απονεκρωμένη το απονεκρωμένο
     κλητική απονεκρωμένε απονεκρωμένη απονεκρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απονεκρωμένοι οι απονεκρωμένες τα απονεκρωμένα
      γενική των απονεκρωμένων των απονεκρωμένων των απονεκρωμένων
    αιτιατική τους απονεκρωμένους τις απονεκρωμένες τα απονεκρωμένα
     κλητική απονεκρωμένοι απονεκρωμένες απονεκρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απονεκρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονεκρώνω

Μετοχή

απονεκρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει απονεκρωθεί ή αναισθητοιηθεί
  2. (μεταφορικά) που έχει πέσει σε ηθικό ή οικονομικό μαρασμό, σε παρακμή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.