απονεκρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απονεκρωμένος | η | απονεκρωμένη | το | απονεκρωμένο |
| γενική | του | απονεκρωμένου | της | απονεκρωμένης | του | απονεκρωμένου |
| αιτιατική | τον | απονεκρωμένο | την | απονεκρωμένη | το | απονεκρωμένο |
| κλητική | απονεκρωμένε | απονεκρωμένη | απονεκρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απονεκρωμένοι | οι | απονεκρωμένες | τα | απονεκρωμένα |
| γενική | των | απονεκρωμένων | των | απονεκρωμένων | των | απονεκρωμένων |
| αιτιατική | τους | απονεκρωμένους | τις | απονεκρωμένες | τα | απονεκρωμένα |
| κλητική | απονεκρωμένοι | απονεκρωμένες | απονεκρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απονεκρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονεκρώνω
Μετοχή
απονεκρωμένος, -η, -ο
- που έχει απονεκρωθεί ή αναισθητοιηθεί
- (μεταφορικά) που έχει πέσει σε ηθικό ή οικονομικό μαρασμό, σε παρακμή
Μεταφράσεις
απονεκρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.