award

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

award (en)

  1. η απόφαση ενός κριτή, επιδιαιτητή, συμβουλίου κλπ
  2. το βραβείο, η τιμητική διάκριση, το μετάλλιο κλπ

Ρήμα

award (en)

  1. χορηγώ, απονέμω, επιδικάζω, κατακυρώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.