award
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
award
(en)
η
απόφαση
ενός κριτή, επιδιαιτητή, συμβουλίου κλπ
το
βραβείο
, η τιμητική
διάκριση
, το
μετάλλιο
κλπ
Ρήμα
award
(en)
χορηγώ
,
απονέμω
,
επιδικάζω
,
κατακυρώνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.