απονεμημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απονεμημένος η απονεμημένη το απονεμημένο
      γενική του απονεμημένου της απονεμημένης του απονεμημένου
    αιτιατική τον απονεμημένο την απονεμημένη το απονεμημένο
     κλητική απονεμημένε απονεμημένη απονεμημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απονεμημένοι οι απονεμημένες τα απονεμημένα
      γενική των απονεμημένων των απονεμημένων των απονεμημένων
    αιτιατική τους απονεμημένους τις απονεμημένες τα απονεμημένα
     κλητική απονεμημένοι απονεμημένες απονεμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απονεμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονέμω

Μετοχή

απονεμημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη απονέμω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.