απομακρυνόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομακρυνόμενος η απομακρυνόμενη το απομακρυνόμενο
      γενική του απομακρυνόμενου της απομακρυνόμενης του απομακρυνόμενου
    αιτιατική τον απομακρυνόμενο την απομακρυνόμενη το απομακρυνόμενο
     κλητική απομακρυνόμενε απομακρυνόμενη απομακρυνόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομακρυνόμενοι οι απομακρυνόμενες τα απομακρυνόμενα
      γενική των απομακρυνόμενων των απομακρυνόμενων των απομακρυνόμενων
    αιτιατική τους απομακρυνόμενους τις απομακρυνόμενες τα απομακρυνόμενα
     κλητική απομακρυνόμενοι απομακρυνόμενες απομακρυνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

απομακρυνόμενος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.