απολυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολυμένος | η | απολυμένη | το | απολυμένο |
| γενική | του | απολυμένου | της | απολυμένης | του | απολυμένου |
| αιτιατική | τον | απολυμένο | την | απολυμένη | το | απολυμένο |
| κλητική | απολυμένε | απολυμένη | απολυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολυμένοι | οι | απολυμένες | τα | απολυμένα |
| γενική | των | απολυμένων | των | απολυμένων | των | απολυμένων |
| αιτιατική | τους | απολυμένους | τις | απολυμένες | τα | απολυμένα |
| κλητική | απολυμένοι | απολυμένες | απολυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐λυ‐μέ‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.