αναπολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπολόγητος η αναπολόγητη το αναπολόγητο
      γενική του αναπολόγητου της αναπολόγητης του αναπολόγητου
    αιτιατική τον αναπολόγητο την αναπολόγητη το αναπολόγητο
     κλητική αναπολόγητε αναπολόγητη αναπολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπολόγητοι οι αναπολόγητες τα αναπολόγητα
      γενική των αναπολόγητων των αναπολόγητων των αναπολόγητων
    αιτιατική τους αναπολόγητους τις αναπολόγητες τα αναπολόγητα
     κλητική αναπολόγητοι αναπολόγητες αναπολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναπολόγητος < (ελληνιστική κοινή) ἀναπολόγητος α στερητικό και ἀπολογέομαι-ἀπολογοῦμαι

Επίθετο

αναπολόγητος

  1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος, που δεν του δίνεται (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) το δικαίωμα να απολογηθεί επειδή εκείνοι που τον κατηγορούν θεωρούν ότι δεν μπορεί να πει τίποτα που να ελαφρύνει τη θέση του
  2. που δεν απολογείται από παράλειψη ή τέχνασμα της κατηγορούσας αρχής
  3. που αποφασίζει να μην απολογηθεί (σπανιότερη χρήση)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.