απολογήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολογήτρια οι απολογήτριες
      γενική της απολογήτριας των απολογητριών
    αιτιατική την απολογήτρια τις απολογήτριες
     κλητική απολογήτρια απολογήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολογήτρια < απολογητής + -τρια

Ουσιαστικό

απολογήτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  απολογητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.